- ακιρος
- ἄκιροςἄκῐρος2(ᾰ) бездеятельный, ленивый
(δόμοι Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(δόμοι Theocr.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ακιρός — ἀκιρός, όν (Α) ασθενικός, αδύνατος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αγνωστης ετυμολ., βλ. και ἀκιδνός] … Dictionary of Greek
ἀκιρός — weak masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκιρῶς — ἀκιρός weak adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκιρώτατοι — ἀκιρός weak masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Boreas — BORĔAS, æ, Gr. Βορέας, ου, (⇒ Tab. VII.) 1 §. Namen. Diesen soll er nach einigen von βοὴ, Geräusch, haben, weil er ein sehr sausender Wind sey; Gell. N. A. lib. II. c. 22. nach andern aber von βορὰ, cibus, oder pabulum, entweder, weil die… … Gründliches mythologisches Lexikon
ακιδνός — ἀκιδνός, ή, ὸν (Α) 1. αδύνατος, ασθενής 2. ευτελής. [ΕΤΥΜΟΛ. Λέξη ιωνική που απαντά στον Όμηρο πάντα σε συγκριτικό βαθμό , τον Ιπποκράτη και τους Αλεξανδρινούς ποιητές είναι άγνωστης ετυμολ., όπως και πολλές άλλες λέξεις παρόμοιας σημασίας. Αν το … Dictionary of Greek